Η σεξουαλική δραστηριότητα αποτελεί την πιο στενή επαφή και μια απο τις πιο απολαυστικές ανθρώπινες εμπειρίες ανάμεσα σε σε δύο ανθρώπους, αυτό βέβαια δεν σημαίνει οτι δεν μπορεί να επισκιαστεί απο προβλήματα. Τέτοιας φύσεως προβληματικές συχνά υπονομεύουν την αυτοεκτίμηση, τις σχέσεις και την ταυτότητα της θηλυκότητας και της αρρενωπότητας σε εκείνους που υποφέρουν από αυτά. Οι γενεσιουργοί παράγοντες των προβλημάτων μπορεί να ανάγονται είτε σε οργανικούς παράγοντες και να χρειάζονται ιατρική παρέμβαση είτε να οφείλονται σε ψυχολογικούς λόγους.
Τις ψυχοσεξουαλικές διαταραχές, γενικά, µπορούµε να τις κατατάξουµε σε δυο κατηγορίες:
- Σ’αυτές που το πρόβληµα εστιάζεται στη µείωση, αύξηση ή τροποποίηση της σεξουαλικής δραστηριότητας.
- Σ’αυτές που το πρόβληµα αναφέρεται στην επιλογή του είδους του ερωτικού συντρόφου και του τρόπου επίτευξης της σεξουαλικής διέγερσης. Κάποιες από τις ψυχοσεξουαλικές διαταραχές εµφανίζονται στην εφηβική ηλικία και σε περίπτωση που δεν διαγνωστούν έγκαιρα συνεχίζουν και στην ενήλικη ζωή.
Μία από τις βασικότερες διαταραχές είναι η ταυτότητα φύλου. Πρόκειται για τη βαθύτερη αναγνώριση του φυλετικού ρόλου, που µέσα απ’ αυτόν εκφράζεται κοινωνικά η φυλετική ταυτότητα και ο τρόπος ζωής του ατόµου. ∆ιαταραχές της ταυτότητας του φύλου όπως ο τρανσεξουαλισµός, εµφανίζονται στην παιδική ηλικία και κορυφώνονται στην εφηβεία. Πιο συγκεκριµένα, θα λέγαµε, ότι το αγόρι εκφράζει έντονη την επιθυµία να είναι κορίτσι, να ενασχολείται µε γυναικείες δραστηριότητες και µε τάση απόρριψης των αγορίστικων παιχνιδιών και δραστηριοτήτων.
Αντίστοιχα το κορίτσι, που εµφανίζει φυλετική διαταραχή εµφανίζει έντονη δυσφορία προς το φύλο του, µε την ταυτόχρονη επιθυµία του να είναι αγόρι, και µε επίµονη άρνηση στην ενδυµασία που αρμόζει στο φύλο της. Με τη φυλετική αυτή διαταραχή της παιδικής ηλικίας, περνώντας το παιδί στην εφηβεία, το ένα τρίτο περίπου των αγοριών θ’ αναπτύξει οµοφυλοφιλικό προσανατολισµό. Οι εκτιµήσεις και οι µελέτες αναφέρουν, ότι η διαταραχή της φυλετικής ταυτότητας στα περισσότερα κορίτσια και σε αρκετά αγόρια υποχωρεί πριν την εφηβεία, ενώ λίγα άτοµα αναπτύσσουν κατά τη φάση της εφηβείας προς την ενήλικη ζωή αυτό που αποκαλείται τρανσεξουαλισµός. Ωστόσο υπάρχει µια ακόµα µορφή διαταραχής ταυτότητας του φύλου της εφηβικής κυρίως ηλικίας, που εµφανίζεται, πιο σπάνια και στην ενήλικη περίοδο, µη τρανσεξουαλικού τύπου, όπου το νεαρό άτοµο ντύνεται συνεχώς και επαναλαµβανόµενα µε ενδύµατα του αντίθετου φύλου, είτε σαν φαντασίωση είτε σαν πραγµατικότητα, χωρίς να έχει σαν βασικό σκοπό τη σεξουαλική του διέγερση.
Στη διαταραχή αυτή το άτοµο δεν επιθυµεί την αλλαγή του φύλου του έντονα και απαιτητικά και την απόκτηση των σεξουαλικών χαρακτηριστικών του άλλου φύλου, όπως γίνεται στον τρανσεξουαλισµό. Η σταθερά εκφρασµένη οµοφυλοφιλία (που διακρίνεται από τις επιφανειακές, παροδικές οµόφυλες ερωτικές δραστηριότητες της πρώιµης εφηβείας), ως σεξουαλική προτίµηση για τα άτοµα του ίδιου φύλου, είναι πολύ πιθανό να διαπιστωθεί από το ίδιο το άτοµο, στη διάρκεια της εφηβείας. Παλαιότερα η διεθνής ψυχιατρική θεωρούσε την ομοφυλοφιλία ως ψυχική νόσο και περί την δεκαετία του 1980 την απέβαλλε απο την ψυχοπαθολογία. Αυτό βέβαια δεν εμπόδιζε η ομοφυλοφιλία να αναφέρεται ως μια διαταραχή εφόσον ήταν δυστονική προς το Εγώ και προσκαλούσε στο άτομο δυσφορικά συναισθήματα για την σεξουαλική του συμπεριφορά με αποτέλεσμα να επιθυμεί την αλλάγη προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Στις µέρες µας, η τελευταία έκδοση της Αµερικανικής Εταιρίας στο DSM – II – R διέγραφε οριστικά τη λέξη «ομοφυλοφιλία», καθώς και ο όρος µετατράπηκε σε σεξουαλική διαταραχή, όπου υπάρχει η επίµονη και έντονη ενασχόληση του ατόµου για το σεξουαλικό του προσανατολισµό. Αυτό σηµαίνει, ότι πλέον η οµοφυλοφιλία δεν αποτελούσε ψυχιατρική ωόσο, που εκδηλώνεται πρώτη φορά στην εφηβεία, αλλά µια διαφορετική σεξουαλική προτίµηση. Ο παρενδυσιακός – τρανσβεστικός φετιχισµός είναι µια άλλη διαταραχή της σεξουαλικής συµπεριφοράς σε έναν ετεροφυλόφιλο άνδρα, που συγχέεται µε τα παραπάνω. ∆ηλαδή, ο άνδρας εκείνος, ο οποίος δεν είναι οµοφυλόφιλος, αλλά φοράει ενδύµατα γυναικεία, κάτω από έντονες σεξουαλικές παρορµήσεις και σεξουαλικά διεγερτικές φαντασιώσεις, που εντάσσονται στη διαταραχή της παραφιλίας –σεξουαλικής διαστροφής – παρέκκλισης.
Η πρόωρη εκσπερµάτιση εµφανίζεται, κατά βάση, σε άτοµα νεαρής ηλικίας, και κυρίως εφήβους, οι οποίοι κατέχονται από έντονο άγχος για την σεξουαλική τους επίδοση, αλλά και για την ικανοποίηση του ερωτικού τους συντρόφου. Η ηδονοβλεψία αποτελεί µια ακόµα, ψυχοσεξουαλική διαταραχή, που είναι αρκετά συχνή στους εφήβους άνδρες. Το βασικό χαρακτηριστικό της είναι το επανειληµµένο κοίταγµα, για την επίτευξη της σεξουαλικής διέγερσης, ανυποψίαστων ατόµων, συνήθως αγνώστων, που είναι γυµνά ή βρίσκονται σε σεξουαλική δραστηριότητα. Αυτός ο τρόπος αποτελεί τη συχνότερη ή αποκλειστική µέθοδο για την επίτευξη σεξουαλικής διέγερσης και το άτοµο δεν αποζητά καµιά άλλη σεξουαλική δραστηριότητα παρά μόνο µε τους ανθρώπους που παρατηρεί.
Αυτή η διαταραχή παρατηρείται σε ετερόφυλους άνδρες, που συνήθως παρουσιάζουν µειωµένη σεξουαλική δραστηριότητα. Η διαταραχή, παρά το γεγονός ότι εµφανίζεται στην εφηβεία, παρέρχεται µε την ανάπτυξη φυσιολογικών σεξουαλικών σχέσεων και παραµένει µόνο σε άτοµα ντροπαλά, χωρίς ιδιαίτερες δεξιότητες µε κορίτσια ή που παρεμποδίζονται να αναπτύξουν υγιείς σεξουαλικές σχέσεις.