Η σωματική, ψυχική και νοητική ανάπτυξη του βρέφους , επιτυγχάνεται μέσα από την αλληλεπίδραση φύσης και ανατροφής κατά τις πρώιμες σχέσεις με τα πρόσωπα φροντίδας. Το βρέφος δεν μπορεί να υπάρξει από μόνο του αυθύπαρκτο, παρά μόνο ως ουσιαστικό μέρος μιας πρωταρχικής σχέσης. Εγκέφαλός και ψυχισμός συνυπάρχουν ως αδιαίρετη οντότητα, ενώ καμία ψυχική λειτουργία δεν είναι ανεξάρτητη από την λειτουργία του εγκεφάλου. Ο κλάδος της αναπτυξιακής νευροβιολογίας μελετά τις εγκεφαλικές δομές (προμετωπιαίος φλοιός) που εμπλέκονται στην επεξεργασία των ψυχοκοινωνικών δεδομένων που αναφύονται στις πρωταρχικές σχέσεις μεταξύ βρέφους με τα πρόσωπα φροντίδας, τις οποίες χαρακτηρίζει ως επικοινωνία μεταξύ εγκεφάλων. Μέσα από την δυαδική σχέση μεταξύ μητέρας-παιδιού, ο αναπτυσσόμενος εγκέφαλος του βρέφους αλληλοεπιδρά με το εξωτερικό περιβάλλον, επιδρώντας καθοριστικά στην ανάπτυξη του προμετωπιαίου φλοιού. Ο συναισθηματικός δεσμός που αναπτύσσεται μεταξύ μητέρας-βρέφους, δημιουργεί ένα είδος διευκολυντικού περιβάλλοντος που ευνοεί την εγκεφαλική ανάπτυξη του βρέφους και της προσαρμογή του με τις απαιτήσεις της εξωτερικής πραγματικότητάς.
Μέσα από την πρωταρχική σχέση μητέρας-βρέφους θα ευοδωθεί η νευρολογικά προκαθορισμένη διαδικασία ωρίμανσης και μέσα από την αλληλεπίδραση βιολογικών και ψυχολογικών παραγόντων εξασφαλίζεται μια επαρκώς καλή ανάπτυξη του παιδιού, διαδραματίζοντας καθοριστικό ρόλο το περιβάλλον στο οποίο δια δρα το βρέφος. Η επίδραση του κοινωνικού περιβάλλοντος εγγράφεται στον εγκέφαλο του βρέφους ως βιωματική εμπειρία ικανή να προκαλέσει πιθανώς μακροχρόνιες ψυχολογικές επιπτώσεις, συμβάλλοντας στην μη φυσιολογική ανάπτυξη των νευρωνικών οδών. Προς αυτή την κατεύθυνση συγκλίνουν ψυχαναλυτικές και νευροφυσιολογικές μελέτες, που υποστηρίζουν από κοινού ότι μια τραυματική εμπειρία του βρέφους (παραμέληση) είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις πρώιμες σχέσεις που ανέπτυξε το βρέφος με τα πρόσωπα φροντίδας και διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στις λειτουργίες μεταβολισμού (επεξεργασία εμπειρίας) και συμβολοποίησης ενός βιώματος.
Σύγχρονές διεπιστημονικές αναπτυξιακές έρευνες διαπίστωσαν ότι η δυαδική σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ Μητέρας-βρέφους μέσω της άμεσης σωματικής δράσης κατά την ενδομήτρια περίοδο, αποτελεί ταυτόχρονα μορφή συγκινησιακής επικοινωνίας, αποτελώντας την απαρχή της ψυχικής λειτουργίας του βρέφους που δεν ξεκινά από την γέννηση του όπως πιστευόταν. Ο Schore θα χαρακτηρίσει αυτή την πρώιμη ψυχική λειτουργία ως πρώιμές καταστάσεις νου-σώματος, παραπέμποντας στην προβολική ταύτιση.
Η προβολική ταύτιση επισυμβαίνει στην δυαδική σχέση μητέρας-βρέφους, κατά την οποία επικοινωνούνται στο βρέφος οι συγκινησιακές και ψυχικές διεργασίες της μητέρας, που κινητοποιούν στο βρέφος ανάλογες συγκινησιακές καταστάσεις σύμφωνες με το περιεχόμενο των προβολών. Ο Schore υποστήριξε πως η διαδικασία της προβολικής ταύτισης συμβαίνει κατά την επικοινωνία μεταξύ των δεξιών ημισφαιρίων μητέρας και βρέφους. Όπως διαπιστώθηκε από μεταγενέστερές έρευνες που μελέτησαν την επικοινωνία μητέρας-βρέφους μέσω της συστηματικής παρατήρησης, ο βιοψυχικός συντονισμός μητέρας-βρέφους έχει άμεση επίδραση στην αναπτυξιακή του πορεία, ενώ τυχόν αποδιοργανωτικοί παράγοντες του κοινωνικού περιβάλλοντος, μπορούν να δυσχεράνουν την διαδικασία ωρίμανσης του βρέφους.
Ο Trevarthen ερευνώντας τις ψυχολογικές δομές και λειτουργιές του βρέφους στο προγεννητικό στάδιο διαπίστωσε ότι η ανάπτυξή των ψυχολογικών δομών καθορίζεται εξίσου από ενδογενείς παράγοντες και την αμοιβαία σχέση με πιο ώριμους εγκέφαλους, όπως συμβαίνει στην πρώιμη σχέση μητέρας-βρέφους. Στα πλαίσια της δυάδας η μητέρα προσφέρει μια συνεχώς εναλλασσόμενη παρουσία μέσα από το παιχνίδι της παρουσίας-απουσίας με το βρέφος, προσφέροντας ρυθμικές αυξομειώσεις στην μεταξύ τους απόσταση, κατάσταση που συμβάλλει, αφενός την ενίσχυση της ανθεκτικότητας του βρέφους σε δυναμικές αλλαγές του περιβάλλοντος και αφετέρου την ενδοβολή του αισθήματος ασφάλειας και εμπιστοσύνης προς το μητρικό αντικείμενο προάγοντας την δημιουργία του συναισθηματικού δεσμού μεταξύ τους.
Η δυναμική αλληλεπίδραση βιολογικών, ψυχικών και κοινωνικών παραγόντων επηρεάζει προγεννητικά το παιδί κατά τον ερχομό του στην ζωή. Πρόκειται για ψυχοβιολογικές καταστάσεις που μεταφέρονται στην δυαδική σχέση μητέρας- παιδιού από την στιγμή της σύλληψης του. Οι προσδοκίες και οι φόβοι των γονέων σε ενδοψυχικό και οικογενειακό επίπεδο δημιουργούν το φαντασιωσικό παιδί ως προέκταση του εαυτού τους. Η ενδομήτρια περίοδος δεν αποτελεί απλά μια φάση εν δυνάμει προβολών που θα ενεργοποιηθούν με την γέννηση του βρέφους, αλλά αποτελεί μια διαδικασία χαρτογράφησης,αφού το παιδί με τον ερχομό του στην ζωή συγκεντρώνει πάνω του ασυνείδητες επιθυμίες και κοινωνικές πεποιθήσεις. Κατά την Rhade αυτός ο εσωτερικός ένοικος έρχεται για να συναντηθεί ή να συγκρουστεί με το παιδί της πραγματικότητάς και όλων εκείνων των αισθήσεων της μητέρας, με τις οποίες το αντιλαμβάνεται κατά την πρωταρχική επικοινωνία.
Ο συντονισμός μητέρας-βρέφους συμβαίνει σε συνθήκες αμοιβαίας επιθυμίας και περιέργειας, συμβάλλοντας στην δημιουργία ενός συναισθηματικού δεσμού μεταξύ τους. Η πρωταρχική μητρική ενασχόληση λειτουργεί ως διευκολυντικό περιβάλλον που γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ φαντασιωσικού και πραγματικού παιδιού, προσφέροντας στο βρέφος ένα πρώιμο ψυχικό κράτημα, το οποίο χρειάζεται για να αντέξει τις έντονές διακυμάνσεις που χαρακτηρίζουν την συναισθηματική του ζωή, η οποία κυμαίνεται μεταξύ αγάπης-μίσους, φαντασίωσης-πραγματικότητας, προάγοντας την περαιτέρω εξελικτική ωρίμανσή του.
Η εμπειρία της μητρότητας νοείται ως ανταπόκριση της μητέρας στα επικοινωνιακά μηνύματα του βρέφους και λειτουργεί ως επαναβιώση της πρωταρχικής σχέσης της ίδιας της μητέρας με την δική της μητέρα. Ο Stern περιγράφει την ιδιαιτερότητα που αποκτά η ψυχική λειτουργία της μητέρας μετά την γέννηση του παιδιού ως αστερισμός της μητρότητας στον οποίο περιλαμβάνεται η ψυχική τριάδα μητέρα της μητέρας-μητέρα-βρέφος η οποία καθίσταται βασικός οργανωτικός άξονας. Από την άλλη πλευρά το βρέφος γεννιέται με την ικανότητα να αντιλαμβάνεται την στέρηση, να αντέχει το άγχος αλλά και να αναπτύσσει την έμφυτη δημιουργικότητά του. Σύμφωνά με την κλαϊνική θεωρία το Εγώ του παιδιού λειτουργεί από την αρχή της ζωής του και κατά τις πρώτες επαφές με την εξωτερική πραγματικότητα αναπτύσσει σχέσεις με τα αντικείμενα.
Οι ικανοποιήσεις που βιώνει το βρέφος στην συνάντηση του με την μητέρα ως πρωταρχικό αντικείμενο, μαζί με τις αναπόφευκτές απουσίες αυτού, αποτελούν κατά κάποιο τρόπο τις πρώτες συλλήψεις του βρέφους. Το μητρικό αντικείμενο για να λειτουργήσει ως ενισχυτής για το βρέφος θα πρέπει πρώτα να ταιριάξει με την κατάσταση του βρέφους και εν συνεχεία να συνδεθεί δυναμικά μαζί του απαντώντας με μοναδικό τρόπο στα ερεθίσματα που προέρχονται από αυτό. Οι σχέσεις που αναπτύσσει το βρέφος με τα αντικείμενα στα οποία εναποθέτει τις δικές του προβολές και ο τρόπος που τα έχει ενδοβάλει ως εσωτερικές αναπαραστάσεις αποτελούν τον καμβά της ψυχικής του λειτουργίας. Το βρέφος ανταποκρίνεται στο χαμόγελο της , στον τόνο της φωνής της, στο βλέμμα της και σε κάθε άγγιγμα της. Το μητρικό αντικείμενο ενδοβάλλεται ως πρόσωπο με καλές και κακές πλευρές ανάλογα με τα βιώματα του και τις εναλλαγές των συναισθημάτων και των φαντασιώσεων του.
Τα ανυπόφορα για τον βρεφικό ψυχισμό στοιχεία β αποβάλλονται, μέσω προβλητικής ταύτισης και προσάπτονται στη μητέρα. Η ικανότητα της μητέρας να υποδεχτεί αυτό το ψυχικό φορτίο, να το ‘εμπεριέξει’ και μέσω της ονειροπόλησης της, να μετασχηματίσει τα στοιχεία β σε στοιχεία α (λειτουργία α), αποτελεί ζωτικής σημασίας μητρική λειτουργία. Όταν η μητέρα, λόγω ελλειμμάτων στη δική της ψυχική λειτουργία, δεν είναι ικανή, ή διαθέσιμη να δεχτεί τις προβολές του μωρού της, η λειτουργία άλφα δεν επιτελείται από τη μητέρα, τα στοιχεία β δεν μεταβολίζονται, δεν μετασχηματίζονται σε στοιχεία α, αφομοιώσιμα από το παιδί και παραμένουν εγκυστομένα στον ψυχισμό. Οι αντανακλάσεις της πραγματικής εμπειρίας στον ψυχισμό δεν είναι άμεσες. Η συμπεριφορά της μητέρας θα ερμηνευθεί από το βρέφος σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες φαντασιώσεις του γι αυτήν, που σχετίζονται και με τις προηγούμενες εσωτερικευμένες εμπειρίες του. Στη στέρηση, την παραμέληση, όπως και στις τραυματικές εμπειρίες, εξωτερικοί και εσωτερικοί κίνδυνοι, πραγματικοί και μη, συνεργούν στην διάτρηση της ‘προστατευτικής ασπίδας’, κατά την Τustin, στην επιλογή μη φυσιολογικών νευρωνικών οδών του δεξιού ημισφαιρίου του εγκεφάλου. Το βρέφος προκαλεί και αναμοχλεύει συναισθήματα στους γονείς. Οι γονείς ανταποκρίνονται στη συμπεριφορά και τα χαρακτηριστικά του παιδιού τους με προσδοκίες που βασίζονται στις δικές τους πρωταρχικές σχέσεις και είναι δυνατόν να παρερμηνεύουν την ψυχική κατάσταση του παιδιού τους βάσει των προηγούμενων δικών τους εμπειριών.
Ο Winnicott κατέδειξε ότι η ψυχική διαθεσιμότητα της μητέρας και η ενσυναισθητική επαφή με το παιδί της οδηγούν στην ενδυνάμωση και σταθεροποίηση του αναπτυσσόμενου εαυτού του βρέφους. Η απουσία πρώιμου ταιριάσματος μητέρας-βρέφους ματαιώνει τις προσδοκίες της μητέρας και αφήνει ακάλυπτες τις ανάγκες του βρέφους. Ο καταστροφικός δεσμός που χτίζεται πάνω στην αλληλουχία των αμοιβαίων ανεκπλήρωτων αναγκών και προσδοκιών μητέρας και βρέφους εγκαθιδρύει τρόμο στην εξάρτηση. Το βρέφος μένει απροστάτευτο από πρώιμα ψυχικά τραύματα και αναγκάζεται να ορθώσει πρώιμες άκαμπτες άμυνες. Αντιθέτως αν το βρέφος πλαισιώνεται από ένα περιβάλλον αρκετά καλής μητρικής φροντίδας μπορεί να αναπτύξει σταδιακά τις ψυχικές λειτουργίες και να τις εξελίξει μέσω των ενδοβλητικών ταυτίσεων με την μητέρα.
Ο πατέρας ως ενδιάμεσος χώρος ορίζει την ασυνέχεια βρέφους-μητέρας και τους ξεχωρίζει. Η πατρική λειτουργία οριοθετεί και συμβάλλει στην διαφοροποίηση του βρέφους από την μητέρα. Σε περιπτώσεις συ χωνευτικών τάσεων και αδυναμίας διαφοροποίησης ανάμεσα στην μητέρα και το βρέφος, η πατρική λειτουργία δέχεται έντονες επιθέσεις, με στόχο την εξαφάνιση του πατέρα, τις οποίες ο πατέρας καλείται να αντέξει και να προστατέψει τον ενδιάμεσο χώρο.