Το επόμενο μεγάλο έργο του Sigmund Freud μετά την Ερμηνεία των ονείρων, ήταν Η ψυχοπαθολογία της καθημερινής ζωής (1901), στο οποίο πραγματευόταν τις παραπραξίες. Το έργο του Freud «Ψυχοπαθολογια της Καθημερινής ζωής», δημοσιεύτηκε το 1901 με την μορφή άρθρων, ενώ το 1904 υπό την μορφή βιβλίου, και παρόλο που οι απόψεις του επικρίθηκαν έντονα από τον ευρύτερο επιστημονικούς κύκλους, εντούτοις γρήγορα κατέκτησε το ευρύ κοινό, συμβάλλοντας όσο άλλοτε στην διάδοση της Ψυχανάλυσης. Οι παραπραξίες που αποτελούν ακούσιες σχεδόν αντανακλαστικές αντιδράσεις που συμβαίνει στην ζωή όχι μόνο του φυσιολογικού αλλά και του νευρωτικού ατόμου, είναι σχετικά ασήμαντα λάθη στην καθημερινή ζωή, όπως οι παραδρομές της γλώσσας, η λήθη ή η απώλεια αντικειμένων, μικρά ατυχήματα και λάθη στη γραφή.
Σύμφωνα με τον Freud, οι παραπραξίες πάρα την ποικιλομορφία τους υπακούν στο ίδιο ψυχικό μηχανισμό ανάλογο του ονείρου, δηλαδή αποτελούν την έκφραση μια ασυνείδητης ευχής (επιθυμίας) που μέχρι τότε είχε απωθηθεί στο ασυνείδητο , μιας απαγορευμένης επιθυμίας που θα μπορούσε να εκφραστεί υποβάλλοντας τον ασθενή σε ελεύθερο συνειρμό. Κατά τον Freud, κάθε συμπεριφορά έχει κίνητρα, έτσι για αυτόν ήταν θεμιτό να αναζητεί τα αίτια της συμπεριφοράς, “φυσιολογικής” ή “μη φυσιολογικής”. Επιπλέον, πίστευε ότι, επειδή τα αίτια της συμπεριφοράς είναι συνήθως ασυνείδητα, οι άνθρωποι σπάνια γνωρίζουν γιατί ενεργούν με τον τρόπο που ενεργούν.
Ο ίδιος επεσήμαινε ότι οι παραπραξίες έχουν συχνά ασυνείδητα κίνητρα και για τον λόγο αυτό οι ιδέες που εκθέτει σε αυτό το έργο παραμένουν μέχρι και σήμερα οι πιο γνωστές ψυχαναλυτικές έννοιες.Ο Freud όντας ο ίδιος σε αυτοανάλυση ξεκίνησε να αναλύει τις δικές του παραπαραξιές με τον ίδιο τρόπο που ανέλυσε τα όνειρά του. Με αφορμή μια επιστολή που είχε αποστείλει το 1898 προς τον Βιλχελμ Φιλς, αναφέρεται για πρώτη φορά στα λάθη του ασυνειδήτου, υπό την μορφή της λήθης, όπως ακριβώς είχε ξεχάσει το όνομα του ποιητή Ιούλιου Μόζεν και σε μεταγενέστερη επιστολή το όνομα του ζωγράφου Σινιορέλι δημιουργού της τοιχογραφίας της «Τελευταίας Κρίσης» του καθεδρικού ναού Ορβιέτο, το υποκατέστησε με τα ονόματα δύο άλλων ζωγράφων, αυτά των Μποτιτσέλι και Μπολτάφιο, τα οποία αναγνώρισε ότι δεν ήταν σωστά. Ανατρέχοντας ο Freud στις αναμνήσεις του με αφορμή τα δύο ονόματα, ανακάλυψε πως το κίνητρο της απώθησης του ονόματος Σινιορέλι, οφειλόταν στο γεγονός πως το όνομα του Μποτιτσέλι του θύμιζε την Βοσνία και το όνομα του Μπολτάφιο του έφερε στην μνήμη του την πόλη του τραφόϊ, γεωγραφικοί τόποι που ήταν στενά συνδεδεμένοι με δικές του επώδυνές αναμνήσεις της σεξουαλικότητας και του θανάτου, συνειδητοποιώντας πως η σεξουαλικότητα και ο θάνατος αποτελούσαν τα κύρια θέματα της τοιχογραφίας του Σινιορέλι.
Ο Freud συνειδητοποίησε πως η λήθη του ονόματος του Σινιορέλι ήταν αποτέλεσμα ενός συμβιβασμού επιτρέποντας εν μέρει να ξεχαστεί η δυσάρεστή ανάμνηση, αλλά όχι πραγματικά αφού επανεμφανίστηκε συγκαλυμμένη με τα ονόματα των άλλων δυο συγγραφέων, τα οποία δεν φαίνονταν στον ίδιο τόσο αδικαιολόγητα, ενω τον προειδοποιούσαν ότι η πρόθεση του να ξεχάσει κάτι ούτε πέτυχε ούτε απέτυχε τελείως.
Εν συνεχεία o Freud επανεξετάζοντας τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας και τις καλυπτικές αναμνήσεις, ανακάλυψε πως με τον ίδιο τρόπο σχηματίζονται και οι Παραπραξίες όπως ακριβώς μια καλυπτική ανάμνηση που παραμένει στο συνειδητό αποσυνδεδεμένη από το συναίσθημα που ταράζει και αποτελεί έμμεση έκφραση της απωθημένης ανάμνησης στο ασυνείδητο. Το κεφάλαιο 5ο του έργου του αναφέρεται σε πληθώρα παραδρομών, εκ των οποίων χαρακτηριστική ήταν η παραπραξία του πρόεδρου του αυστριακού κοινοβουλίου, που δημοσιεύτηκε στη βιενέζικη εφημερίδα, όπου κατά την κήρυξη της επίσημης έναρξης της συνεδρίασης, δήλωσε την λήξη της.
O Freud υποστήριξε πως οι παραπραξίες δεν εκδηλώνονται συνεπεία τυχαίου γεγονότος, αλλά παράγονται από την παρέμβαση στο συνειδήτο μιας απωθημένης ιδέας, που διαταράσσει το άτομο σε επίπεδο συμπεριφοράς η λόγου, τα οποία προηγουμένως χειριζόταν σε ικανοποιητικό επίπεδο, καταλήγοντας στη διαπίστωση ότι υπάρχουν δύο είδη τυχαίου, ένα εξωτερικό τυχαίο εκτός ψυχολογικού τομέα που συνδέεται με εξωτερικά ερεθίσματα και ένα εσωτερικό τυχαίο, που ότι το σύμπτωμα συμβόλιζε για τις ψυχονευρώσεις, έτσι και οι παραπραξίες είναι προϊόν μιας ασυνείδητης πρόθεσης που υποκαθιστά μια συνειδητή πρόθεση. Η παραπραξία όντας έκφραση μιας απωθημένης επιθυμίας του ασυνειδήτου, προκύπτει ως προιόν συμβιβασμού μεταξύ μιας συνειδητής και ασυνείδητης πρόθεσης, αποκτώντας διπλή όψη όπως έχουν υποστήριξει οι Λαπλάνς και Πονταλίς: «ότι μια πράξη που είθισται να λέγεται λανθασμέμη σε άλλο επίπεδο φέρεται ως επιτυχημένη εκπληρώνοντας μια ασυνείδητη επιθυμία».Οι μηχανίσμοι που ενέχονται στο σχηματισμό της παραπραξίας είναι ίδιοι με εκείνους τους μηχανισμούς που καθορίζούν τον σχηματίσμο των ονείρων και των συμπτωμάτων όπως η συμπύκνωση, μετάθεση, υποκατάσταση ή αντικατάσταση και η συσχέτιση μεταξύ μιας λέξης η πράξης που υποκαθίσταται απο κάποια άλλη, που φαινομενικά είναι για το άτομο λανθασμένη, γίνεται με βάση τους συνειρμούς του ατόμου που εμπεριέχουν την ατομική του ιστορία. Ως προς τούτο Κατά τον Freud ο ανθρωπινός νούς διακατέχεται απο σκέψεις και συνειρμούς για τους οποίους εξαρχής δεν έχουμε επίγνωση, σχηματίζοντας ενοχλητικά συμπλέγματα τα οποία θα απωθηθούν στο ασυνείδητο, ωστόσο ενδέχεται να εισβάλλουν στο συνειδητό υπο την μορφή παραπραξιών. Αφορά τη χρονική στιγμή που το άτομο επιδοκιμάζει αυτή την εσωτερική κίνηση ως εκδήλωση ψυχικής αδυναμίας, την έμμεση προβολή μιας απωθημένης επιθυμιας υπο την μορφη παραπραξίας, όπως ακριβώς συμβαίνει στις ψυχονευρώσεις με την εκδήλωση νευρωτικών συμπτωμάτων, καθιστώντας ασαφή τα όρια του φυσιολογικού και μη σε επίπεδο νευρωτικής λειτουργίας.
Οι παραπραξίες ως έκφραση μιας ασυνείδητης επιθυμίας, δύναται όπως τα όνειρα και τα ψυχονευρωτικά συμπτώματα να αποτελέσουν αντικείμενο της αναλυτικής διαδικασίας, σε επίπεδο μεταβιβασής και αντιμεταβιβασής, εκδηλώνοντας την απωθημένη επιθυμία τόσο του αναλυτή όσο και του αναλυόμενου. Οι παραπραξίες που λαμβάνουν χώρα κατά την διάρκεια της συνεδρίας ονομάζονται διαδραματίσεις (λ.χ καθυστερημένη άφιξη του ασθενούς για συνεδρία) και αυτές που λαμβάνουν χώρα εκτός συνεδρίας ονομάζονται εκδραματίσει (αναζήτηση πληροφοριών για τον αναλυτή στο διαδίκτυο), ενώ μόνο οι συνειρμοί του ασθενούς μπορούν να δημιουργήσουν ένα ασφαλές πλαίσιο ερμηνείας του λανθάνοντος περιεχόμενο τους. Ωστόσο η δυνατότητα συνειδητοποίησης της σημασίας μια παραδρομής η οποιασδήποτε άλλης μορφής ως έκφανση του ασυνειδήτου εξαρτάται αφενός από την ικανότητα πρόσβασης του ατόμου στο συμβολικό νόημα του λόγου η ενός συμπτώματος, γεγονός που καθορίζει το βαθμό, στον οποίο το άτομο είναι προσπελάσιμο στην αναλυτική ερμηνευτική διαδικασία σε μεταβιβαστικό επίπεδο.Ως προς αυτή την κατεύθυνση έχουν διατυπωθεί δύο θέσεις,η πρώτη που σύμφωνα με την Ψυχανάλυση της Γαλλίας βασική προυπόθεση για να περιέλθει ένα άτομο σε αναλυτική διαδικασία, θα πρέπει εκ προιμίου να διαθέτει την συμβολική ικανότητα του λόγου ως έκφανση μιας νευρωτικής ψυχικής δομής και η δεύτερη που αποτελεί έκφραση του κλαϊνικού ρεύματος, που θέσπιζε πως η ικανότητα για συμβολοποιήση του αναλυόμενου επιτυγχάνεται σε δύο (2) επίπεδα: α) ένα πρωτόγονο επίπεδο όπου ο ψυχισμός λειτουργεί με συμβολική εξίσωση για μια συγκεκριμένη σκέψη και β) ένα εξελιγμένο επίπεδο που αφορά την ικανότητα συμβολικής παράστασης του ατόμου, όπου η αδιάκοπη μετάβαση του ατόμου απο το ένα επίπεδο συμβολοποίησης στο άλλο ως εσωτερική ψυχική λειτουργία διέυρυνε την δυνατότητα εφαρμογης της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας στο ευρύ φάσμα παθολογίας που εκτείνεται απο την νεύρωση έως την ψύχωση περνώντας απο μεθοριακές και ναρκισσιστικές καταστάσεις.